φωνάεις

φωνάεις
-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωνήεις — και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, ῆντος, Α 1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.) 2. (για λόγο) καθαρός, σαφής 3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”